- βρῦτος
- βρῦτοςfermented liquormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυματουργόβρυτον — θαυματουργόβρυτον, το (Μ) αυτό από όπου αναβρύζει ή τρέχει θαυματουργό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυματουργός + βρυτος (< βρύω), πρβλ. χαριτό βρυτος, ωκεανό βρυτος] … Dictionary of Greek
νεκταρόβρυτος — νεκταρόβρυτος, ον (Μ) αυτός που είναι γεμάτος νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι άφθονος»), πρβλ. ωκεανό βρυτος χαριτό βρυτος] … Dictionary of Greek
bh(e)reu- : bh(e)rū̆ - — bh(e)reu : bh(e)rū̆ English meaning: to boil, to be wild Deutsche Übersetzung: ‘sich heftig bewegen, wallen, especially vom Aufbrausen beim Gären, Brauen, Kochen etc” Note: extension from bher 2. Material: A. ablaut bheru… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ερωτικόβρυτος — ἐρωτικόβρυτος, η, ον (Μ) αυτός που αναβλύζει έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + βρυτος (< βρύω) αντί ερωτό βρυτος (πρβλ. χαριτόβρυτος)] … Dictionary of Greek
ηλιόβρυτος — ἡλιόβρυτος, η, ον (Μ) αυτός που προέρχεται από τον ήλιο σε αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βρυτος (< βρύω «έχω αφθονία, είμαι άφθονος»), πρβλ. χαριτό βρυτος] … Dictionary of Greek
θαυματόβρυτος — θαυματόβρυτος, ον (Μ) γεμάτος από θαύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, ατος + βρυτος < βρύω (πρβλ. χαριτό βρυτος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόβρυτος — μεγαλόβρυτος, ὁ (Μ) αυτός που παρέχει άφθονες δωρεές («μεγαλόβρυτος δύναμις ο Θεός», Θ. Λάσκαρις). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βρυτος (< βρύω), πρβλ. ωκεανό βρυτος] … Dictionary of Greek
μελιτόβρυτος — μελιτόβρυτος, ον (Μ) 1. αυτός που είναι γεμάτος μέλι 2. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + βρυτος (< βρύω «αφθονώ, αναβλύζω»), πρβλ. Ωκεανό βρυτος] … Dictionary of Greek
ουρανόβρυτος — οὐρανόβρυτος, ον (Μ) αυτός που αναβλύζει από τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + βρυτος (< βρύω «αναβλύζω»), πρβλ. Ωκεανό βρυτος] … Dictionary of Greek
πηγόβρυτος — ον, Α αυτός που αναβρύζει από πηγή («πυγόβρυτα νάματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + βρυτος (< βρύω «αναβρύω» πρβλ. ωκεανό βρυτος] … Dictionary of Greek